- θειικά ορυκτά
- Βλ. λ. ορυκτολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θειικός — ή, ό 1. αυτός που είναι από θείο ή αναφέρεται στο θείο (α. «θειικό οξύ» ανόργανο οξύ, άχρωμο και άοσμο ελαιώδες υγρό, πολύ διαβρωτικό και μεγάλης βιομηχανικής σημασίας, κν. βιτριόλι β. «θειικά ορυκτά» φυσικής προελεύσεως άλατα τού θειικού οξέος.… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… … Dictionary of Greek
γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
εβαπορίτης — Ιζηματογενές πέτρωμα, μη κλαστικό, του οποίου τα συστατικά έχουν καταβυθιστεί κατά την εξάτμιση ενός υδατικού διαλύματος. Οι πιο συνηθισμένοι ε. είναι το αλάτι (αποτελείται από το ορυκτό αλίτη, NaCl), ο γύψος (αποτελείται από το ορυκτό θειικό… … Dictionary of Greek